- συναλδής
- -ές, Ααυτός που μεγαλώνει ταυτόχρονα.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -αλδής (< ἀλδαίνω «κάνω κάτι να μεγαλώσει, τρέφω»), πρβλ. νε-αλδής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συναλδέα — συναλδής growing together neut nom/voc/acc pl (epic ionic) συναλδής growing together masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλδαίνω — ἀλδαίνω (Α) 1. κάνω κάτι να αυξηθεί, τρέφω, δυναμώνω 2. αυξάνομαι, πληθαίνω 3. εξαγγέλλω, αποκαλύπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρήμα κυρίως ποιητικό, που πρέπει να προέρχεται από τη ρίζα που απαντά και στο επίθ. ἄν αλ τος* επαυξημένη με δ . Από την ίδια ρίζα… … Dictionary of Greek